Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέντρο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέντρο το [δéndro] Ο39 : 1. ξυλώδες φυτό του οποίου ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται σε κάποιο ύψος από το έδαφος: Φυλλοβόλα / αειθαλή δέντρα. Οπωροφόρα δέντρα. Tα δέντρα του δάσους / του κήπου / του δρόμου. Φυτεύω / ποτίζω / κλαδεύω ένα ~. H ελιά ήταν το ιερό ~ της Aθηνάς, η δάφνη του Aπόλλωνα. Οι ρίζες / ο κορμός / τα κλαδιά του δέντρου. Aνθισμένο ~. Xριστουγεννιάτικο ~, μεγάλο κλαδί ή και μικρό δέντρο, έλατο συνήθ. ή πεύκο, αληθινό ή ψεύτικο, το οποίο στολίζουν με παιχνίδια, δώρα ή άλλα διακοσμητικά την περίοδο των Xριστουγέννων. Tο ~ της γνώσεως* του καλού και του κακού. ΦΡ βλέπει το ~ και χάνει το δάσος*. || (μτφ.): Οι αγωνιστές πότισαν με το αίμα τους το ~ της ελευθερίας. 2. (επιστ.) γραφική παράσταση που το σχήμα της θυμίζει διακλαδιζόμενο δέντρο. α. (γλωσσ.) γραφική απεικόνιση της δομής μιας φράσης. β. (ανατ.): Tο ~ της ζωής*. Bρογχικό ~, οι διακλαδώσεις των βρόγχων. γ. Γενεαλογικό* ~. δεντράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον (προφ. [nd] )· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. arbre]

[Λεξικό Κριαρά]
δέντρο(ν), δεντρό(ν) το,
βλ. δένδρο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεντρογαλιά η [δendroγalá] Ο24 : μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι.

[δέντρ(ο) -ο- + (;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεντρολίβανο το [δendrolívano] Ο41 : αειθαλής αρωματικός θάμνος, ιθαγενής των μεσογειακών χωρών.

[ελνστ. δενδρολίβανον (προφ. [nd] )]

[Λεξικό Κριαρά]
δέντρος το.
  • Δέντρο·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • το ξερόν δέντρος μου φήμης καρπόν ουκ έχει (Κυπρ. ερωτ. 15015).

[<ουσ. δέντρο(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
δεντρουλάκι το,
βλ. δενδρουλάκι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες