Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δένδρο το [δénδro] Ο39 : (λόγ.) δέντρο.
[λόγ. επίδρ. στη λ. δέντρο]
[Λεξικό Κριαρά]
- δένδρο, δενδρό το,
- βλ. δένδρο(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
- δένδρο(ν) το· δενδρό(ν)· δέντρο(ν)· δεντρό(ν)· πληθ. δένδρη· δέντρη.
-
- Δέντρο:
- (Καλλίμ. 92)·
- δέντρο της γνώσης καλό και κακό (Πεντ. Γέν. II 9)·
- (προκ. για την Παναγία):
- χαίρε, δενδρόν της νιότης (Ύμν. Παναγ. 2)·
- (προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
- πανώραιόν μου δένδρον (Διγ. Gr. 900).
[αρχ. ουσ. δένδρον. Η λ. (‑ο) και οι τ. δέντρο και δεντρό και σήμ.]
- Δέντρο:
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροαναβάτης ο.
-
- Αυτός που ανεβαίνει στα δέντρα·
- έκφρ. όφις ο δενδροαναβάτης = δεντρογαλιά:
- (Σταφ., Ιατροσ. 2622).
- έκφρ. όφις ο δενδροαναβάτης = δεντρογαλιά:
[<ουσ. δένδρον + αναβάτης. Η λ. στο LBG]
- Αυτός που ανεβαίνει στα δέντρα·
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροαναγεμάτος, επίθ.
-
- Που είναι γεμάτος δέντρα:
- στράταν … δενδροαναγεμάτην (Λόγ. παρηγ. O 724).
[<ουσ. δένδρον + επίθ. *αναγεμάτος (πβ. αναγεμίζω)]
- Που είναι γεμάτος δέντρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροαποσκίασμα το· δενδροαπεσκίασμα.
-
- Σκιά δέντρου:
- εις το δενδροαποσκίασμα να τρέχω να σιμώνω (Λίβ. Sc. 2233).
[<ουσ. δένδρον + αποσκίασμα]
- Σκιά δέντρου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδρόβιος -α -ο [δenδróvios] Ε6 : που ζει επάνω στα δέντρα: Δενδρόβια ζώα.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -βιος μτφρδ. γαλλ. arboricole]
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροηλιόμορφος, επίθ.
-
- (Προκ. για κόρη) ωραία σαν ένα δέντρο κι όπως ο ήλιος, θαλερή και εκθαμβωτική (πβ. Ortolà Salas, Φλώρ., σ. 239):
- (Φλώρ. 191).
[<ουσ. δένδρον + επίθ. ηλιόμορφος]
- (Προκ. για κόρη) ωραία σαν ένα δέντρο κι όπως ο ήλιος, θαλερή και εκθαμβωτική (πβ. Ortolà Salas, Φλώρ., σ. 239):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδροκαλλιέργεια η [δenδrokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια κυρίως οπωροφόρων δέντρων.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. arboriculture]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δενδροκαλλιεργητής ο [δenδrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί δέντρα.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + καλλιεργητής]