Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δέμα το [δéma] Ο48 : συσκευασία ενός ή περισσότερων αντικειμένων, η τοποθέτησή τους δηλαδή σε κατάλληλο περικάλυμμα για την ευκολότερη μεταφορά ή για την προστασία τους: Δέματα με εμπορεύματα / με καπνό. ~ με χόρτο / με βαμβάκι. Φτιάχνω / μεταφέρω / ανοίγω ένα ~. Θα μου το στείλεις σε ~;, συσκευασμένο. Mπορείτε να μου το κάνετε ~;, να μου το συσκευάσετε; || δέμα που πρόκειται να δοθεί ή να σταλεί σε κπ.: Διανομή δεμάτων σε άπορους / πρόσφυγες / σεισμόπληκτους / στρατιώτες. Σου έφερα ένα ~ από το χωριό. Σφράγισμα / αποστολή / παραλαβή του δέματος, για δέμα που στέλνεται με το ταχυδρομείο.
δεματάκι το YΠΟKΟΡ. δεματάρα η MΕΓΕΘ. [ελνστ. δέμα· δεματ- (δέμα) -άρα]
- δέμα το· δέμαν· δήμμαν.
-
- 1) Αυτό με το οποίο δένουμε κ., σκοινί, ταινία:
- έλυσε … του πιττακίου το δέμαν (Λίβ. Sc. 377).
- 2) Λουρί, μαστίγιο:
- τα δέματα του βασιλιά είναι μαύρα (Μπερτόλδος 28).
- 3) Δέμα, δεμάτι:
- λάβρες, βερτόνια, δέματα καλά έτσι σοθεμένα (Ροδολ. Γ´ 428).
- 4) Δεσμός:
- απόμενε (ενν. η φιλιά) παντοτινό δέμαν ανάμεσά σας (Ροδολ. Ε´ 81).
- 5) Δεσμός γάμου:
- το δέμα της παντρειάς σου θέλει σου λύσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [831]).
- 6) Δεσμά:
- λύσετέ την κι από τ’ ανάξια δέματα λεύτερη αφήσετέ την (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [216]).
- 7) (Προκ. για μέταλλο) δέσιμο:
- αντί του δέματος του σιδηρομαγνήτου είχεν (ενν. το δακτυλιδόπουλον) χρυσάφιν (Λίβ. N 1645).
- 8) Πρόχειρο φράγμα σε ποτάμι, «δέση»:
- Ώσπερ ποταμός γαρ μέγας … ούτε γέφυροι κρατούσιν, ούτε δέματα τυχόντα (Ερμον. Κ 195).
- 9) Φρ. δένω δέμα ιπί την ψυχή = επιβάλλω απαγόρευση, στέρηση στην ψυχή (μου):
- (Πεντ. Αρ. XXX 3).
- 10) Συνθήκη, συμμαχία:
- μετά το καβαλλίκεμαν εποίκαν δήμμαν και όρκον (Μαχ. 25214).
[μτγν. ουσ. δέμα. Ο τ. δήμμαν στο Meursius (δί‑) και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτό με το οποίο δένουμε κ., σκοινί, ταινία:
- δεμάτι το [δemáti] Ο44 : μεγάλη δέσμη συνήθ. από κλαδιά, άχυρα κτλ.: ~ από στάχυα / σανό / ξερόκλαδα. Tα χερόβολα γίνονταν δεμάτια και τα δεμάτια θημωνιές. Kουβαλούσε στη ράχη του ένα ~ ξύλα.
[μσν. δεμάτιν < ελνστ. δεμάτιον υποκορ. του αρχ. δέμα]
- δεμάτι το,
- βλ. δεμάτιον.
- δεματιά η.
-
- Δέμα, δεμάτι·
- (μεταφ.):
- όλα τα πάθη κάνει μια δεματιά και ρίχτει τα κι εις λησμονιά τα βάνει (Ροδολ. Β´ 512).
- (μεταφ.):
[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
- Δέμα, δεμάτι·
- δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.
[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]
- δεματιάζω.
-
- Δένω, κάνω δέματα:
- δεματιάζομε δεμάτια μεσοθιό το χωράφι (Πεντ. Γέν. XXXVII 7).
[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Δένω, κάνω δέματα:
- δεμάτιασμα το [δemátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεματιάζω.
[δεματιασ- (δεματιάζω) -μα]
- δεματικό(ν) το.
-
- Αυτό με το οποίο δένομε κ., δεσμά:
- Λύσε του τα δεματικά, λύτρωσε το κοπέλι (Θυσ. 949).
[ουδ. επίθ. δεματικόν (σχοινίον, Γλωσσάρ., Du Cange, λ. δεμάτι) <ουσ. δέμα + κατάλ. ‑ικό(ν), ως ουσ. Η λ. στο Βλάχ. (‑όν) και σήμ. ιδιωμ. (‑ό)]
- Αυτό με το οποίο δένομε κ., δεσμά:
- δεμάτιον το· δεμάτι· δεμάτιν.
-
- Δεμάτι:
- επήγαν εις το αλώνιν και επήραν δεματία σιταρένα (Μαχ. 65827).
[μτγν. ουσ. δεμάτιον. Ο τ. ‑ι στο Du Cange και σήμ.]
- Δεμάτι: