Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δέκατος, αριθμητ. επίθ.
-
- Δέκατος:
- (Πεντ. Λευιτ. XXVII 32).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Το ένα δέκατο:
- Το δέκατον του πόνου τους (Πόλ. Τρωάδ. 7312).
- 2)
- α) Ο φόρος της δεκάτης:
- έδωκέν μου την αρχιεπισκοπήν με πάσα ρένταν και δέκατα (Βουστρ. 242)·
- β) (ειδικά) φόρος που συνίσταται στην αξία του ενός δεκάτου του προϊόντος που πουλιέται:
- (Ασσίζ. 2445).
- α) Ο φόρος της δεκάτης:
- 3) Υποχρέωση προσφοράς του ενός δεκάτου της σοδειάς ή του ποιμνίου στο Θεό:
- (Πεντ. Αρ. XVIII 24).
- 4) Προσφορά, χάρισμα του ενός δεκάτου:
- έδωσεν (ενν. ο Αβραάμ) αυτουνού (ενν. του Μελχισεδέκ) δέκατο από όλο (Πεντ. Γέν. XIV 20).
- 1) Το ένα δέκατο:
[αρχ. επίθ. δέκατος. Το ουδ. ως ουσ. μτγν. Η λ. και σήμ.]
- Δέκατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δέκατος -η -ο [δékatos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δέκα: Kάθισε στην άκρη της δέκατης σειράς. Mένω στο δέκατο όροφο. H δέκατη έκδοση. Tο δέκατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε τη δέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο δέκατος: α. ο δέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στο δέκατο. β. ο μήνας Οκτώβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-10-1900, πρώτη δεκάτου. 2. η δεκάτη: α. η δέκατη μέρα: Tη δεκάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η δέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στη δεκάτη. γ. η δεκάτη*. 3. το δέκατο: α. το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα δέκατο του πληθυσμού / του μισθού / του μέτρου / του δευτερολέπτου. Tα τρία / τα εφτά / τα οχτώ δέκατα μιας ποσότητας. Σε δέκατα του δευτερολέπτου. β. το δέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο δέκατο. γ. τα δέκατα*.
δέκατον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο. [αρχ. δέκατος]