Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάφνινος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δάφνινος, επίθ.
  • (Προκ. για έλαιο) που βγαίνει από τον καρπό της δάφνης:
    • (Ιερακοσ. 42823).

[αρχ. επίθ. δάφνινος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάφνινος -η -ο [δáfninos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Δάφνινο στεφάνι, και ως σύμβολο δόξας.

[λόγ. < ελνστ. δάφνινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες