Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δάφνη η [δáfni] Ο30 : 1. δέντρο αειθαλές με μικρά λογχοειδή φύλλα, στιλπνά, ανθεκτικά και μυρωδάτα: Δάφνες φύτρωναν δίπλα στο ποτάμι. || το κλωνάρι και τα φύλλα της δάφνης: Στεφάνι από δάφνες. H ~ χρησιμοποείται ως καρύκευμα σε διάφορα φαγητά. 2. (μτφ.) δόξα, τιμή, μεγάλη επιτυχία, κυρίως στις εκφράσεις δρέπω δάφνες, έχω μεγάλη επιτυχία σε κάποιον τομέα. επαναπαύομαι στις δάφνες μου, αρκούμαι σ΄ αυτά που έχω ήδη πετύχει.
[1: αρχ. δάφνη· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. laurier κατά την αρχ. φρ. δαφνηφόροι τιμαί (σύγκρ. δαφνοστεφής)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δάφνη η· δάβνη.
-
- 1) Το δένδρο δάφνη:
- (Ερωτοπ. 4).
- 2) Κλαδί δάφνης:
- αυτείνη η δάφνη οπού βαστάς, φίλε, ω, πώς σου στέκει! (Ζήν. Γ´ 62).
- Η λ. και ο τ. ως κύρ. όν.:
- (Γύπ. Πρόλ. Διός 55, 75), (Φορτουν. Ιντ. α´ 142).
[αρχ. ουσ. δάφνη. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το δένδρο δάφνη: