Παράλληλη αναζήτηση
27 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δάσο το,
- βλ. δάσος (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασόβιος -α -ο [δasóvios] Ε6 : που ζει στα δάση.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -βιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασοκομία η [δasokomía] Ο25 : κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με τη δημιουργία, την καλλιέργεια και τη φροντίδα των δασών.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -κομία μτφρδ. γαλλ. sylviculture]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασοκομικός -ή -ό [δasokomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δασοκομία: Δασοκομικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η δασοκομική, η δασοκομία.
[λόγ. δασοκομ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασοκόμος ο [δasokómos] Ο18 θηλ. δασοκόμος [δasokómos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη δασοκομία.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -κόμος μτφρδ. γαλλ. sylviculteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασολογία η [δasolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα της δασικής οικονομίας.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασολογικός -ή -ό [δasolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δασολογία.
[λόγ. δασολογ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασολόγος ο [δasolóγos] Ο18 θηλ. δασολόγος [δasolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη δασολογία.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασονομία η [δasonomía] Ο25 : η εποπτεία και διαφύλαξη των δασών.
[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -νομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασονομικός -ή -ό [δasonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δασονομία: ~ σταθμός.
[λόγ. δασονομ(ία) -ικός]