Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δάρτης ο.
-
- Αυτός που δέρνει:
- να γλυτώσει τον άντρα της από χέρι του δάρτη του (Πεντ. Δευτ. XXV 11).
[αρχ. ουσ. δάρτης (DGE). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Αυτός που δέρνει: