Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δάρσιμο το [δársimo] Ο50 : ο ξυλοδαρμός.
[μσν. δάρσιμο < δαρ- (δέρνω) -σιμο (πρβ. μσν. δάρσις `γδάρσιμο΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δάρσιμο το.
-
- Ξυλοκόπημα:
- (Πεντ. Δευτ. XXV 2).
[<αόρ. του δέρω + κατάλ. ‑σιμο· πβ. μτγν. ουσ. δάρσις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Ξυλοκόπημα: