Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκος ο [δákos] Ο18 : έντομο που καταστρέφει τον καρπό της ελιάς: H καταπολέμηση του δάκου γίνεται με ψεκασμό.

[λόγ. < νλατ. dac(us) -ος < αρχ. δάκος τό `βλαβερό ζώο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες