Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δάδα η [δáδa] Ο26 : 1. κομμάτι ξύλου από την καρδιά ρητινώδους δέντρου, συνήθ. πεύκου, που το άναβαν και το χρησιμοποιούσαν ως φωτιστικό μέσο: Kρατούσαν δάδες αναμμένες. || Άναψαν τη ~ των ολυμπιακών αγώνων. 2. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται ότι φωτίζει πνευματικά ή ηθικά, ό,τι μεταλαμπαδεύει τη γνώση, τη σοφία, τον πολιτισμό: Tο Bυζάντιο παρέδωσε τη ~ του πολιτισμού στην Ευρώπη.
[λόγ. < αρχ. δᾴς, αιτ. δᾷδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δάδα η.
-
- Δαδί (βλ. ‑ίν β):
- Ψήσον δάδαν εις όξος (Ιατροσόφ. 595).
[<αρχ. ουσ. δᾴς. Η λ. και σήμ.]
- Δαδί (βλ. ‑ίν β):