Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύψος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γύψος ο [jípsos] Ο18 : ορυκτό που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο και που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική. || κονίαμα από γύψο: Tου έβαλαν το πόδι στο γύψο, για να θεραπεύσουν κάποιο κάταγμα.

[μσν. γύψος ο < αρχ. γύψος ἡ μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
γύψος ο.
  • Γύψος:
    • (Προδρ. II 54-2 χφ H κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. γύψος η. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες