Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γύφτικος, επίθ.
-
- Τσιγγάνικος:
- φέρνω παπά γύφτικον (Σπανός A 534).
[<επίθ. αιγύπτικος (10. αι., LBG). Η λ. και σήμ.]
- Τσιγγάνικος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύφτικος -η -ο [jíftikos] Ε5 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε γύφτο: ~ μαχαλάς. ~ γάμος. Γύφτικα καρφιά, κοντά καρφιά με τετράγωνη διατομή και πλατύ πυραμιδωτό κεφάλι. (έκφρ.) καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι, ειρωνικά για κπ. που κορδώνεται και καμαρώνει υπερβολικά. || (ως ουσ.) τα γύφτικα, κατασκήνωση γύφτων ή περιοχή όπου μένουν γύφτοι. ΦΡ κάτι τρέχει στα γύφτικα, για κτ. που δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία: Δε θα ΄ρθει ο Γιάννης και κάτι τρέχει στα γύφτικα, πολύ που με νοιάζει. 2. (μτφ.) α. που είναι ελεεινός, εξαθλιωμένος, βρόμικος, χωρίς τις στοιχειώδεις ανέσεις του πολιτισμού: Γύφτικη ζωή. β. που είναι μικροπρεπής: Γύφτικη συμπεριφορά.
[μσν. γύφτικος < γύφτ(ος) -ικος]