Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύρος ο [jíros] Ο18 : I1. κίνηση κατά μήκος μιας περιμέτρου, που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης· διαδρομή περίπου κυκλική, διά μέσου πολλών τόπων ή σημείων: Θα κάνουμε το γύρο της λίμνης. Tον έβαλε να κάνει τρεις φορές το γύρο του στρατοπέδου. Kάναμε ένα γύρο στην πόλη. Kάναμε μεγάλο γύρο, έπρεπε να πάμε ευθεία, λοξοδρομήσαμε. Ο ~ του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, τίτλος βιβλίου του Iουλίου Bερν. || κυκλική κίνηση: Tο αεροπλάνο έκανε γύρους πάνω από το αεροδρόμιο. Ο ~ του θανάτου, ακροβατικό νούμερο. Ο ~ του θριάμβου, τα επινίκια σε ποδοσφαιρική συνήθ. συνάντηση. || (λαϊκότρ.) ένα γύρο, επιρρηματική έκφραση· γύρω γύρω: Kάθονταν ένα γύρο. 2α. η καθορισμένη διαδρομή ενός αθλητή, ενός δρομέα στο στάδιο: Xτύπησε το καμπανάκι του τελευταίου γύρου. || (στην πυγμαχία, πάλη κτλ.): Στον πρώτο γύρο τον έριξε νοκ άουτ. β. (μτφ.) ολοκληρωμένη φάση μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας: Θα υπάρξει νέος ~ στις διακοινοτικές συνομιλίες. Ο δεύτερος ~ των δημοτικών εκλογών. Έγινε κλήρωση για τον επόμενο γύρο του κυπέλλου Ευρώπης. 3. (προφ.) η περιφέρεια: Ο ~ του σταδίου είναι τόσα μέτρα. Ο ~ του καπέλου, το μπορ. II. κομμάτια από χοιρινό κρέας, που τους δίνουν κωνικό περίπου σχήμα, τα ψήνουν σε ειδική σούβλα και τα σερβίρουν τεμαχισμένα σε μικρά κομμάτια: ~ με πίτα. Φέρτε μας μια μερίδα γύρο και μία πατάτες.
[ελνστ. γῦρος `κύκλος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γύρος ο· γυρός.
-
- 1) Κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος:
- τον γύρον του δενδρού (Αιτωλ., Μύθ. 3515)·
- έδραμεν τον γύρον τον του κάστρου (Καλλίμ. 900)·
- έκφρ. ένα γύρον = τριγύρω:
- (Θησ. (Foll.) I 97).
- 2) (Προκ. για φόρεμα) ποδόγυρος:
- μετά μαργαροζάφειρον οι τραχηλές και οι γύροι (Διήγ. Βελ. χ 243).
- 3)
- α) Κυκλική κίνηση, περιφορά:
- κατέμπροσθεν του λαού έκανον πέντε έξι γύρους (Σουμμ., Ρεμπελ. 160)·
- β) περιοδεία, γύρος:
- Μίαν ημέρα … σαν ήλθεν αφ’ τον γύρο (Διγ. O 2141).
- α) Κυκλική κίνηση, περιφορά:
[μτγν. ουσ. γύρος. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυροσκοπικός -ή -ό [jiroskopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γυροσκόπιο, που λειτουργεί με γυροσκόπιο: Γυροσκοπική πυξίδα.
[λόγ. < γαλλ. gyroscopique < gyroscop(e) = γυροσκόπ(ιον) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυροσκόπιο το [jiroskópio] Ο40 : συσκευή που, όταν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν από τους άξονές της, μπορεί να μετακινηθεί κατά οποιον δήποτε τρόπο χωρίς να αλλάξει η διεύθυνση του άξονα περιστροφής και χρησιμοποιείται κυρίως στη ναυσιπλοΐα ή στην αεροπλοΐα.
[λόγ. < γαλλ. gyroscope < ελνστ. γῦρο(ς) + -scope = -σκόπιον]