Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γύροθεν, επίρρ.
-
- 1) Ολόγυρα, κυκλικά, απ’ όλες τις μεριές:
- ο τόπος γύροθεν του πατριαρχείου (Ιστ. πατρ. 8121).
- 2) (Ως ουσ. με το άρθρο το) η γύρω περιοχή:
- ίνα καταπατήσουσιν το γύροθεν του κάστρου (Χρον. Τόκκων 779).
[μτγν. επίρρ. γύροθεν (πβ. και γυρόθεν DGE, LBG). Τ. ‑ε σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Ολόγυρα, κυκλικά, απ’ όλες τις μεριές: