Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γύρο, επίρρ.· γύρον· το(ν) γύρο(ν)· το γύρος· γύρου· το(υ) γύρου.
-
- 1) Γύρω, γύρω γύρω:
- μαργαριτάρια είχεν η σέλα γύρον (Αχιλλ. N 1115).
- 2) (Με επανάληψη):
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1710).
- 3) (Με το επίρρ. τριγύρου):
- Τριγύρου γύρου έγεμε πεζούλια μαρμαρένια (Θησ. Ζ´ [1163])·
- γύρου τριγύρου των τειχιών ήτονε μαζωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1673).
[αιτιατ. του ουσ. γύρος επιρρ. Ο τ. ‑ον το 12. αι. (LBG). Ο τ. ‑ου (γεν. του γύρος) τον 9. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (γίρο γίρο) και σήμ. (γρ. ‑ω)]
- 1) Γύρω, γύρω γύρω:
- γυρο- [jiro] & (λαϊκότρ.) γερο- 3 [jero] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του γύρω, τριγύρω, εδώ κι εκεί: ~βολιά, γεροβολιά· ~φέρνω. || (λαϊκότρ.) επιτατικά: ~τριγύρω, ~τρίγυρα.
[μσν. γυρο- θ. του ουσ. γύρ(ος) & του επιρρ. γύρ(ω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γυρο-βολώ (δες στο γυροβολιά)· τροπή του άτ. [ir > er] ]
- γυροβολιά η [jirovolá] Ο24 : συνήθ. στο χορό, πλήρης περιστροφή του σώματος. || (μτφ., λαϊκ.): Φέρνει ~ την πιάτσα και ξέρει τα πάντα, φέρνει γύρα, περιέρχεται, περιφέρεται. ΦΡ φέρνω ~ κπ., αντιμετωπίζω κπ. με διπλωματία, τον καταφέρνω.
[μσν. γυροβολ(ώ) `γυρίζω σε κύκλο΄ (< γυρο- + -βολώ) -ιά]
- γύροθεν, επίρρ.
-
- 1) Ολόγυρα, κυκλικά, απ’ όλες τις μεριές:
- ο τόπος γύροθεν του πατριαρχείου (Ιστ. πατρ. 8121).
- 2) (Ως ουσ. με το άρθρο το) η γύρω περιοχή:
- ίνα καταπατήσουσιν το γύροθεν του κάστρου (Χρον. Τόκκων 779).
[μτγν. επίρρ. γύροθεν (πβ. και γυρόθεν DGE, LBG). Τ. ‑ε σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Ολόγυρα, κυκλικά, απ’ όλες τις μεριές:
- γυροκόσκινος ο.
-
- Στρογγυλό κόσκινο:
- ο δε μαυροκατσίβελος (ενν. ενθυμάται) τον γυροκόσκινόν του (Κρασοπ. AO 12).
[<ουσ. γύρος + κόσκινον. Πβ. κοσκινόγυρος]
- Στρογγυλό κόσκινο:
- γυρολόγος ο [jirolóγos] Ο18 : (παρωχ.) πλανόδιος έμπορος ιδίως φτηνών ρούχων και υφασμάτων ή ψιλικών: Άκουσε τη φωνή του γυρολόγου και βγήκε να ψωνίσει.
[γυρο- + -λόγος]
- γυρομέτριον το· γυρομέτριν.
-
- Περιφέρεια, περίμετρος:
- (Metrol. 853).
[<ουσ. γυρόμετρον + κατάλ. ‑ιον. O τ. στο LBG. Η λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Περιφέρεια, περίμετρος:
- γυρόμετρον το.
-
- Περιφέρεια, περίμετρος:
- (Metrol. 5728).
[<ουσ. γύρος + μέτρον. Η λ. στο LBG]
- Περιφέρεια, περίμετρος:
- γύρον, επίρρ.,
- βλ. γύρο.
- γυροπόδι το.
-
- Ποδόγυρος:
- (Βαρούχ. 6212).
[<ουσ. γύρος + πόδι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Ποδόγυρος: