Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύρη η [jíri] Ο31 : μικροσκοπικοί κόκκοι που δημιουργούνται στους ανθήρες των φυτών και που αποτελούν το αρσενικό στοιχείο των ανθοφόρων φυτών: Tα έντομα με τα πόδια τους μεταφέρουν τη ~.
[λόγ. < ελνστ. γῦρ(ις) -η `η άχνη του αλευριού΄ σημδ. νλατ. pollen (στη σημερ. σημ.) < λατ. pollen `η άχνη του αλευριού΄]