Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύπας ο [jípas] Ο3 : μεγάλο αρπαχτικό πουλί.
[μσν. γύπας < αρχ. γύψ, αιτ. γῦπα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γύπας ο· χιούχας· πληθ. γύπαδες.
-
- Γύπας, όρνιο:
- ως γύπαδες τους έφαγαν (Αχιλλ. L 394).
[<αρχ. ουσ. γύψ. Ο τ. στο Meursius. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Γύπας, όρνιο: