Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γύμνια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γύμνια η [jímna] Ο25α : 1. η κατάσταση του γυμνού: H ~ του σώματος. H ~ του εδάφους. 2. (μτφ.) έλλειψη περιεχομένου: H συναισθηματική και ιδεολογική ~ μιας κοινωνίας.

[μσν. γύμνια < γυμν(ός) -ια (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γύμνια η· γυμνιά· εγδυμνιά.
  • Γυμνότητα:
    • Φύλλα συκής μαζώνουσιν, χώνουν την εγδυμνιάν τους (Χούμνου, Κοσμογ. 81).

[<επίθ. γυμνός + κατάλ. ια. Ο τ. γυμνιά στο Somav. Ο τ. εγδυμνιά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνιάδα η· εγδυμνιάδα.
  • Γύμνια:
    • η καρδιά μου τρομάσσει … από την εγδυμνιάδα (Φαλιερ., Ιστ. 105).

[<ουσ. γύμνια αναλογ. με ουσ. σε άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες