Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόρδιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόρδιος -α -ο [γórδios] Ε6 : μόνο στην έκφραση ~ δεσμός, κόμπος υπερβολικά περίπλοκος που ο M. Aλέξανδρος, μην μπορώντας να τον λύσει, τον έκοψε με το ξίφος του· και ως ΦΡ για εξαιρετικά μπερδεμένο, για δυσεπίλυτο πρόβλημα: Λύνω το γόρδιο δεσμό, δίνω μια πολύ τολμηρή λύση σε ένα τέτοιο πρόβλημα.

[λόγ. < αρχ. Γόρδι(ον) (πόλη της Φρυγίας) -ος μτφρδ. γερμ. Gordischer Knoten με βάση διηγήσεις της ελνστ. εποχής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες