Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόπα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόπα 1 η [γópa] Ο25α : είδος μικρού ψαριού που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες.

[ελνστ. βόωψ, *βῶψ, αιτ. βῶπα(;) (τροπή [v > γ] ;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόπα 2 η : ό,τι μένει από ένα τσιγάρο που το έχει καπνίσει κάποιος σχεδόν ως το τέλος· (πρβ. αποτσίγαρο).

[< γόπα 1(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες