Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γόνυ το· πληθ. γόνια.
-
- Γόνατο·
- έκφρ. γονάτων κλίσεις = γονυκλισίες:
- (Βακτ. αρχιερ. 143)·
- φρ.
- (1) κλίνω το γόνυ = γονατίζω (σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, ταπείνωσης, μετανοίας):
- (Κορων., Μπούας 59)·
- (1) κλίνω το γόνυ = γονατίζω (σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, ταπείνωσης, μετανοίας):
- (μεταφ.):
- Κλίνω το γόνυ της καρδιάς εις την Αγιάν Τριάδα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13310)·
- (2) ’κουμπίζω εις τα γόνια κάπ., βλ. ακουμπίζω Α´2β.
- έκφρ. γονάτων κλίσεις = γονυκλισίες:
[αρχ. ουσ. γόνυ. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γόνατο)]
- Γόνατο·
[Λεξικό Κριαρά]
- γονυκλινής, επίθ.
-
- Πεσμένος στα γόνατα, γονατιστός (σαν ικέτης):
- προσπεσών εις πόδας Αλεξάνδρου, γονυκλινής γενόμενος (Βίος Αλ. 2264).
[μτγν. επίθ. γονυκλινής]
- Πεσμένος στα γόνατα, γονατιστός (σαν ικέτης):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονυκλινής -ής -ές [γoniklinís] Ε10 : (λόγ.) γονατιστός, συνήθ. για στάση σεβασμού: Προσεύχεται ~.
[λόγ. < ελνστ. γονυκλινής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονυκλισία η [γoniklisía] Ο25 : (λόγ.) γονατιστή στάση, γονάτισμα, για ένδειξη θρησκευτικού σεβασμού και ικεσίας· (πρβ. μετάνοια 2).
[λόγ. < ελνστ. γονυκλισία]
[Λεξικό Κριαρά]
- γονυκλισία η.
-
- (Θρησκ.) το γονάτισμα σε στάση προσευχής, ικεσίας, «μετάνοια»:
- Περί μετανοίας μεγάλης, ήγουν γονυκλισίας (Βακτ. αρχιερ. 166).
[μτγν. ουσ. γονυκλισία. Η λ. και σήμ.]
- (Θρησκ.) το γονάτισμα σε στάση προσευχής, ικεσίας, «μετάνοια»:
[Λεξικό Κριαρά]
- γονυκλιτώ.
-
- Κλίνω το γόνυ, γονατίζω:
- Ο ρήγας τούτον κατιδών πολλά γονυκλιτούντα ανέκραξεν (Βέλθ. 750).
[<γονυκλινέω (5. αι., Lampe, DGE) με επίδρ. του επιθ. κλιτός. Η λ. τον 6. αι. (‑έω, DGE)]
- Κλίνω το γόνυ, γονατίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- γονυκλιτώς, επίρρ.
-
- Γονατιστά:
- γονυκλιτώς παρακαλώ (Βελλερ., Επιστ. 5432).
[<γονυκλιτώ κατά τα επιρρ. σε ‑ώς· πβ. γονυπετώς. Η λ. στο Δημ.]
- Γονατιστά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γονυπετής -ής -ές [γonipetís] Ε10 : (λόγ.) γονατιστός, συνήθ. για στάση ικεσίας.
[λόγ. < αρχ. γονυπετής]
[Λεξικό Κριαρά]
- γονυπετώ.
-
- Γονατίζω:
- γονυπετήσαντες (ενν. οι στρατιώται) έμπροσθεν αυτού ας είπωσι: «Χαίρε, ο βασιλεύς» (Μυστ. 59).
[μτγν. γονυπετέω]
- Γονατίζω: