Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γόνος ο.
-
- 1)
- α) (Περιληπτ.) τέκνα:
- η προίκα, ήν έλαβεν μετά της γυναικός, να στραφεί εις αυτήν, ότι διά τον γόνον δίδοται η προιξ (Ελλην. νόμ. 53610)·
- αυτά (ενν. τα μύρμηγκα) κάμνουν γόνον πολύν (Φυσιολ. (Legr.) 1092)·
- β) «τέκνο», «γέννημα» (μιας χώρας):
- Γόνος πατήρ μου γέγονε χώρας της Αρμενίας (Λίβ. P 1158)·
- γ) έκφρ. γόνος της πορφύρας = πορφυρογέννητος:
- (Προδρ. IV 355).
- α) (Περιληπτ.) τέκνα:
- 2) Σπέρμα (εδώ άρρενος φιδιού):
- η θήλεια (ενν. έχιδνα) καταπίνουσα τον γόνον (Φυσιολ. 34716).
[αρχ. ουσ. γόνος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γόνος 1 ο [γónos] Ο18 : που κατάγεται άμεσα από κπ.· παιδί, τέκνο, συνήθ. σε επίσημο ύφος και με θετική απόχρωση: Είναι ~ μεγάλης / αριστοκρατικής οικογένειας. Bασιλικός ~.
[λόγ. < αρχ. γόνος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γόνος 2 ο : 1. το έκκριμα των αρσενικών ψαριών ή τα αυγά των θηλυκών. || (επέκτ.) τα νεογέννητα ψάρια: Οι μηχανότρατες καταστρέφουν το γόνο. 2. τα αυγά των εντόμων. 3. οι φάσεις της μεταμόρφωσης των μελισσών από αυγά σε νύμφες. 4. η γύρη των λουλουδιών.
[αρχ. γόνος]