Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γόνιμος, επίθ.
-
- Ζωογόνος:
- την παίδευσιν την θείαν ήρδευσας άλλοις οχετοίς ποτίμοις και γονίμοις (Γλυκά, Στ. Β´ 84).
[αρχ. επίθ. γόνιμος. Η λ. και σήμ.]
- Ζωογόνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γόνιμος -η -ο [γónimos] Ε5 : 1. που είναι ικανός να παράγει κτ. σε αφθονία· εύφορος, παραγωγικός: Γόνιμη γη. Γόνιμο χωράφι. Γόνιμο έδαφος και μτφ. για ευνοϊκές συνθήκες. || για ζωντανούς οργανισμούς: Γόνιμες μέρες, οι ημέρες του μήνα κατά τις οποίες είναι δυνατή η σύλληψη. Γόνιμη ηλικία. 2. (μτφ.) δημιουργικός, αποτελεσματικός, αποδοτικός: Γόνιμο μυαλό. Γόνιμη φαντασία. ~ διάλογος. Είχαμε μια γόνιμη συνεργασία. Στο συνέδριο έγιναν πολλές γόνιμες συζητήσεις. ~ συγγραφέας, που παράγει μεγάλο έργο.
γόνιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. γόνιμος]