Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γόητρο το [γóitro] Ο40 : η υπόληψη, η γενική εκτίμηση του κόσμου, το κύρος και η επιβολή που ασκεί κάποιος: Προσπάθησε να διατηρήσει το πολιτικό του ~. Έχασε πια το γόητρό του! || Πρέπει να διασώσουμε το εθνικό μας ~.
[λόγ. γοη(τεύω) -τρον κατά τη λ. θέλγητρον]