Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόητρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόητρο το [γóitro] Ο40 : η υπόληψη, η γενική εκτίμηση του κόσμου, το κύρος και η επιβολή που ασκεί κάποιος: Προσπάθησε να διατηρήσει το πολιτικό του ~. Έχασε πια το γόητρό του! || Πρέπει να διασώσουμε το εθνικό μας ~.

[λόγ. γοη(τεύω) -τρον κατά τη λ. θέλγητρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες