Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γόης ο [γóis] & γόητας ο [γóitas] Ο5α θηλ. γόησσα [γóisa] Ο27 : αυτός του οποίου η ιδιαίτερα ωραία εξωτερική εμφάνιση προσελκύει τις γυναίκες ή τους άνδρες αντίστοιχα: Οι γόητες του κινηματογράφου. || ~ φιδιών, φακίρης που υπνωτίζει φίδια.

[λόγ. < αρχ. γόης `μάγος΄ σημδ. γαλλ. charmeur, fascinateur (ίσως με βάση το ελνστ. γοῆτις μορφή `μαγευτική μορφή΄)· λόγ. < αρχ. γόης, αιτ. -ητα· λόγ. γό(ης) -ισσα (σφαλερή ορθογρ. κατά το αρσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες