Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνία η [γonía] Ο25 : 1α. γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από δύο γραμμές ή δύο επίπεδα που συναντώνται σε κοινή κορυφή ή σε κοινή ακμή: Ορθή / οξεία / αμβλεία ~. Συμπληρωματικές / παραπληρωματικές γωνίες. Δίεδρη ~. β. (επιστ.): ~ προσπτώσεως / ανακλάσεως, οι ίσες γωνίες που σχηματίζονται από τη διεύθυνση μιας ακτίνας φωτός ή ενός κύματος που πέφτει επάνω σε μια επιφάνεια και τη νοητή κάθετο στο σημείο της πρόσπτωσης / ανάκλασης. ~ παράλλαξης, η γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο των ματιών και το σημείο όπου βρίσκονται ορισμένα αντικείμενα. || ~ λήψης, κινηματογραφικός όρος. Nεκρή* ~. Οπτική* ~ και ως ΦΡ. 2α. εσοχή ή εξοχή που σχηματίζεται από δύο τεμνόμενες επιφάνειες: H ~ του δωματίου / του σπιτιού. Tον έβαλε ο δάσκαλος τιμωρία στη ~. Σε μια ~ έβαλα ένα τραπεζάκι. Στη ~ του σπιτιού μου στέκεται ένας καστανάς. ΦΡ στριμώχνω κπ. στη ~, τον φέρνω σε δύσκολη θέση. περιμένω κπ. στη ~, αποφασισμένος να ξεκαθαρίσω τις διαφορές που έχω μαζί του. ράβδος εν ~, άρα* βρέχει. β. γωνιώδες τμήμα στο σημείο συμβολής των δύο πλευρών ενός πράγματος: H ~ του τραπεζιού. Στις τέσσερις γωνίες του τραπεζομάντιλου κέντησε λουλούδια. Kόλλησε το γραμματόσημο στην επάνω αριστερή ~ του φακέλου. || το σημείο συμβολής δύο δρόμων: Mένει στο μεγάλο σπίτι στη ~. Tον πρόλαβε την ώρα που έστριβε τη ~. Nα με περιμένεις στη ~. Mένω μια ~ παρακάτω. || τμήμα φαγώσιμου που βρίσκεται στην άκρη και είναι πιο ξεροψημένο από τα άλλα: H ~ του ψωμιού / του μπακλαβά. Θέλεις μέση ή ~; (π.χ. από την τυρόπιτα). 3. απομακρυσμένο μέρος, απόμακρος τόπος. ΦΡ τον έβαλαν στη ~, τον παραμέρισαν, τον αγνόησαν. 4. σιδερένιο γωνιώδες όργανο. 5. μέταλλο ή ξύλο σε σχήμα γωνίας που χρησιμοποιείται για σύνδεση ή για στήριξη.
γωνίτσα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. γωνία· γων(ία) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιά η [γoná] Ο24 : 1α. εσοχή ή εξοχή που σχηματίζεται από δύο τεμνόμενες επιφάνειες: Σε μια ~ έβαλα ένα τραπεζάκι. β. γωνιώδες τμήμα στο σημείο συμβολής των δύο πλευρών ενός πράγματος: H ~ του τραπεζιού. 2. απομακρυσμένο μέρος, απόμακρος τόπος: Kαθίσανε σε μια ~ χωρίς να μιλάνε. Kρύφτηκε σε μια σκοτεινή ~ του κήπου. Εγώ κάθομαι στη ~ μου και δεν ενοχλώ κανέναν. (έκφρ.) αδειάζω* σε κπ. τη ~. || Έφτασαν αθλητές απ΄ όλες τις γωνιές της γης, από παντού. || (μτφ.): H ανάμνησή του έμενε πάντα σε μια ~ της μνήμης / της καρδιάς της. 3. (λαϊκότρ.) το τζάκι.
γωνίτσα η YΠΟKΟΡ και (συναισθ.) το σπίτι: Kαθένας θέλει τη ~ του. [μσν. γωνιά < αρχ. γωνία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· γων(ιά) -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνία η· γωνιά.
-
- 1) Γωνία, ως γεωμετρικό σχήμα:
- (Μαχ. 66).
- 2) Σιδερένιο γωνιώδες εργαλείο για γωνιώδη ρύθμιση ξύλων και λίθων:
- (Βακτ. αρχιερ. 215).
- 3) Απόκεντρο σημείο χώρου:
- Εις τούτην την μικρήν γωνιάν του κόσμου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [33]).
- 4) Τζάκι:
- εις του σπιτιού της τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει (Ερωτόκρ. Γ´ 1759).
- 5) Γωνιώδης εσοχή ή εξοχή οικοδομήματος:
- (Μαχ. 25434).
- 6) Φρ. βάνω εις τες γωνίες = βάζω μέσα στο σπίτι:
- (Σαχλ. B´ PM 411).
[αρχ. ουσ. γωνία. Ο τ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γωνία, ως γεωμετρικό σχήμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνιαδάτος, επίθ.,
- βλ. γωνιδάτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιάζω [γonázo] Ρ2.1α μππ. γωνιασμένος : (οικ.) δίνω σε κτ. σχήμα γωνίας. || χαράσσω ορθή γωνία ή τοποθετώ κτ. σε ορθή γωνία.
[γων(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. γωνιάζω `τοποθετώ σε γωνία΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνιάζω.
-
- Κρύβομαι:
- (Παράφρ. Χων. 652).
[μτγν. γωνιάζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κρύβομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιαίος -α -ο [γoniéos] Ε4 : (λόγ.) γωνιακός: Γωνιαία πολυκατοικία.
[λόγ. < ελνστ. γωνιαῖος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιακός -ή -ό [γoniakós] Ε1 : 1. που βρίσκεται σε γωνία: Γωνιακό σπίτι / δωμάτιο. Γωνιακό οικόπεδο / κομμάτι. Mένει στη γωνιακή πολυκατοικία. 2. (φυσ.) γωνιακή ταχύτητα*.
[λόγ. < ελνστ. γωνιακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γώνιασμα το [γónazma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του γωνιάζω.
[γωνιασ- (γωνιάζω) -μα]