Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γωβιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γωβιός ο [γovjós] Ο17 : είδος μικρού ψαριού.

[αρχ. κωβιός (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > γ] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες