Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γυψοπλάστης ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα:
- (Προδρ. II 54-2 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. γύψος + πλάστης. Η λ. τον 6. αι. (DGE)]
- Αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα: