Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυφταριό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυφταριό το [jiftarjó] Ο38 : ΣYN τσιγγαναριό. 1. (μειωτ.) μεγάλη ομάδα γύφτων: Έστησε το ~ τα τσαντίρια του. 2. (μτφ., οικ.) α. για ανθρώπους που αλλάζουν συχνά τόπο μόνιμης κατοικίας: Mε τόσα σπίτια που αλλάξαμε γίναμε ~. β. σπίτι ή χώρος βρόμικος και ακατάστατος: ~ το ΄κανες το σπίτι.

[γύφτ(ος) -αριό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες