Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυροβολιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυροβολιά η [jirovolá] Ο24 : συνήθ. στο χορό, πλήρης περιστροφή του σώματος. || (μτφ., λαϊκ.): Φέρνει ~ την πιάτσα και ξέρει τα πάντα, φέρνει γύρα, περιέρχεται, περιφέρεται. ΦΡ φέρνω ~ κπ., αντιμετωπίζω κπ. με διπλωματία, τον καταφέρνω.

[μσν. γυροβολ(ώ) `γυρίζω σε κύκλο΄ (< γυρο- + -βολώ) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες