Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυρνώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γυρνώ· γερνώ.
  • Περιφέρομαι, περιπλανιέμαι:
    • Πώς να γερνώ η βαριόμοιρη στο δάσος μοναχή μου (Ευγέν. 1121).

[<αόρ. του γυρίζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες