Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γυριστός, επίθ.· γυρισθός.
-
- 1) Θολωτός:
- εσκέπασεν αυτήν (ενν. την αγία Ειρήνη) σταυροθόλι, ήγουν καμάραν γυριστήν (Hagia Sophia ω 50917‑8).
- 2) Περιστροφικός:
- ο δε πύργος είχεν την σκάλαν γυρισθήν, ήγουν κοχλίαν (Διγ. Άνδρ. 39910).
[<γυρίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θολωτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυριστός -ή -ό [jiristós] Ε1 : που η άκρη του έχει καμπυλωτό σχήμα: Ομπρέλα με γυριστή λαβή. Γυριστά ματοτσίνορα. || ~ γιακάς, ψηλός γιακάς που διπλώνει στην άκρη. || Γυριστή σκάλα, περιστροφική.
[μσν. γυριστός < γυρισ- (γυρίζω) -τός]