Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυρισμός ο [jirizmós] Ο17 : επιστροφή: Πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Ονειρεύεται πάντα την ημέρα του γυρισμού στην πατρίδα. Στο γυρισμό θα σταθούμε να σε πάρουμε.
[μσν. γυρισμός < γυρισ- (γυρίζω) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυρισμός ο.
-
- 1) (Προκ. για τον τροχό του Χρόνου) στροφή:
- (Λόγ. παρηγ. L 741).
- 2) Επάνοδος, επιστροφή:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [365]).
[<αόρ. του γυρίζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για τον τροχό του Χρόνου) στροφή: