Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυρίνος ο [jirínos] Ο18 : (ζωολ.) το μικρό του βατράχου από τη στιγμή που βγαίνει από το αυγό, ώσπου να χάσει την ουρά και τα βράγχια.
[λόγ. < αρχ. γυρῖνος]