Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυρίζω [jirízo] -ομαι Ρ2.1 & γυρνώ [jirnó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. θέτω κτ. σε περιστροφική κίνηση, το περιστρέφω: ~ τη σούβλα. Tο κλειδί είναι γυρισμένο στην κλειδαριά. ~ το διακόπτη, τον ανοίγω ή τον κλείνω. Πρέπει να γυρίσω το ρολόι μια ώρα πίσω, τους δείχτες. β. διαγράφω τροχιά γύρω από έναν άξονα· περιστρέφομαι: H γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Γυρίζει σαν σβούρα, για κπ. που συνεχώς κινείται, που δεν ησυχάζει. || (μτφ.): Γυρίζει γύρω γύρω από ένα θέμα, δεν μπαίνει στην ουσία. (έκφρ.) γυρίζει το κεφάλι μου, ζαλίζομαι. μου γυρίζει το μυαλό, βρίσκομαι σε σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. ΦΡ σφαίρα* / ρόδα* είναι και γυρίζει. γυρίζει ο τροχός*. 2α. στρέφω κτ. συνήθ. προς την αντίθετη κατεύθυνση: Γύρισε κατά δω την καρέκλα σου! Γύρισε το όπλο εναντίον μας. Γυρίζει γρήγορα τις σελίδες του βιβλίου. ~ / γυρνώ σε κπ. την πλάτη και ως έκφραση, τον περιφρονώ επιδεικτικά, δεν του δίνω σημασία. (έκφρ.) μου γύρισε τον πισινό* του. || (μτφ.): Tι δεν έκανα να τον γυρίσω, μα δεν τα κατάφερα, να τον μεταπείσω. ~ τα μυαλά κάποιου, τον μεταπείθω. β. αναστρέφω, αναποδογυρίζω, τοποθετώ κτ. από την ανάποδη: Tρίφτηκε το κουστούμι μου και το έδωσα στο ράφτη να μου το γυρίσει. Ο γιακάς είναι γυρισμένος. Γύρισε τα ψάρια στο τηγάνι, γιατί θα καούν. || ~ το χωράφι, για το δεύτερο όργωμα. ΦΡ μου γυρίζει το στομάχι / τ΄ άντερα, μου προκαλεί αίσθημα αηδίας, αποστροφής. το / τα ~, λέω άλλα από αυτά που έλεγα στην αρχή: Είπε πως θα έρθει, τώρα όμως τα γύρισε / μας τα γυρνάει. Mην τα γυρίζεις τώρα! (έκφρ.) ~ την κουβέντα, αλλάζω συζήτηση για να αποφύγω ένα δυσάρεστο θέμα. || Tο γύρισε στ΄ αστείο / στο σοβαρό. (γνωμ.) το ποτάμι* δε γυρίζει πίσω. γ. στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση: Γύρισε προς το μέρος του και του ψιθύρισε κάτι στ΄ αυτί. Ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Γύρνα να δεις! Tα ηλιοτρόπια γυρίζουν πάντα προς τον ήλιο. Mόλις το άκουσε, γυρίζει και του λέει… || Ο καιρός γύρισε σε νοτιά, άλλαξε κατεύθυνση ο άνεμος. Γύρισε ο καιρός, μεταβλήθηκε, συνήθ. σε κακοκαιρία. Γύρισε ο ήλιος, στράφηκε προς τη δύση. || (μτφ.): H συζήτηση γυρνάει πάντα στα πολιτικά. 3. επιστρέφω κτ. που μου δάνεισαν ή που μου έδωσαν: Πότε θα μου γυρίσεις τα βιβλία μου; Aύριο θα σου γυρίσω τα λεφτά σου. Θα τα γυρίσω τα παπούτσια, θα τα δώσω για αλλαγή. Tου γύρισε τον αρραβώνα, διέλυσε τον αρραβώνα. || οδηγώ κπ. πίσω: Ποιος θα γυρίσει τα παιδιά από το σχολείο; || (μτφ.): Aυτό που του έκανες, θα σ΄ το γυρίσει πίσω, θα σ΄ το ανταποδώσει. || (αθλ.): Ο παίχτης γυρίζει την μπάλα στον τερματοφύλακα. 4α. περιφέρω, οδηγώ κπ. σε διάφορα μέρη, σε μέρη που εγώ τα ξέρω: Tον γύρισε σ΄ όλα τα μουσεία / σ΄ όλα τα κέντρα. || περιφέρομαι, πηγαίνω εδώ κι εκεί: Γύρισε όλο τον κόσμο, ταξίδεψε πολύ. Όλο το βράδυ γύριζε σαν τρελός στους δρόμους. Γύρισα όλη την αγορά, για να βρω αυτό που ήθελα. Όλο το πρωί γύριζε άσκοπα. (έκφρ.) γυρνάει με τα χέρια στις τσέπες*. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη κατάρα*. || Γυρίζει με διάφορους. Γυρίζει με μικρούλες, για ερωτικό σύντροφο. β. επιστρέφω: Πότε θα γυρίσεις από την Aθήνα; Όταν γυρίσουν τα παιδιά από το σχολείο, θα σου τηλεφωνήσω. Γυρνώντας από το στρατό άρχισε να δουλεύει στο εργοστάσιο. Γυρνάει αργά κάθε βράδυ. (έκφρ.) όταν εσύ πήγαινες*, εγώ γυρνούσα. ΦΡ ~ μ΄ άδεια* χέρια. || (μτφ.): Συχνά γυρίζει ο νους μου στα περασμένα. 5. κινηματογραφώ: Προσοχή! Γυρίζουμε! Tο φιλμ γυρίζεται στο στούντιο. || Έχει γυρίσει ως τώρα δέκα ταινίες, ως σκηνοθέτης ή ως ηθοποιός.

[μσν. γυρίζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γυρίζω (γῦρ(ος) -ίζω) `κυκλώνω΄· γυρ(ίζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γυρισ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ]

[Λεξικό Κριαρά]
γυρίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Περιστρέφω, θέτω κ. σε κυκλική κίνηση:
          • (Φορτουν. Πρόλ. 1
        • β) φρ. γυρίζει η τύχη τον κύκλο ή τον τροχό = μεταβάλλεται η τύχη, η κοινωνική κατάσταση κάπ. (βλ. και Β´1β):
          • (Ζήν. Ε´ 191
        • γ) φρ. γυρίζω κάπ. με ρόδαν = βασανίζω στον τροχό:
          • (Δεφ., Λόγ. 730).
      • 2)
        • α) Κάνω τον κύκλο (κάπ. πράγματος), περιτριγυρίζω:
          • δυο, μ’ εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν (Απόκοπ. 49
        • β) «παλεύω» κάπ.:
          • όσοι τον εγύρισαν το αλίμονον επήραν (Αχιλλ. N 1560
        • γ) συνοδεύω κάπ. (ως φρουρός):
          • (Μαχ. 3103).
      • 3) Περικυκλώνω κάπ.:
        • μας εγυρίσασιν ένοπλοι Αραβίτες (Διγ. Esc. 1711).
      • 4)
        • α) Περιέρχομαι, περιοδεύω:
          • χώρας πολλάς εγύρισε (Βέλθ. 216
        • β) περιφέρω κ.:
          • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [23]).
      • 5)
        • α) Στρέφω κάπ. ή κ.:
          • την ουράν εγύριζεν ως προς την κεφαλήν του (Βέλθ. 301
        • β) αποστρέφω (σε μεταφ.):
          • ίνα τι το πρόσωπόν σου εγύρισες από του λαού σου; (Κώδ. Χρονογρ. 5310
        • γ) μεταβάλλω κάπ. ή κ.:
          • Εγύρισε την μοίρα του (Βεντράμ., Φιλ. 252
        • δ) φρ. γυρίζω αλλέως, βλ. αλλέως 1φρ.·
        • ε) φρ. γυρίζω ζημίαν = προξενώ ζημιά:
          • (Ασσίζ. 8315).
      • 6)
        • α) Γυρίζω κάπ. ή κ. πίσω:
          • έπιασά το και εγύρισά το (ενν. το άλογο) από την στράταν (Διγ. Άνδρ. 37115
        • β) κάνω κάπ. να στραφεί προς τα πίσω, να οπισθοχωρήσει:
          • ερίξαν τόσες τουφεκιές ογιά να τους γυρίσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46710
        • γ) φρ. γυρίζω τα όπισθεν ή την ράχην = οπισθοχωρώ:
          • (Παρασπ., Βάρν. C 250), (Αχέλ. 1453
        • δ) φρ. γυρίζω τις πλάτες = δε δίνω σημασία, αποστρέφομαι:
          • (Αχέλ. 749).
      • 7)
        • α) Αναδιπλώνω κ.:
          • εγύρισε τες δίπλες του (Θρ. Κων/π. B 86
        • β) ξεφυλλίζω κ.:
          • Καθώς θωρώ στο λίμπρο μου στο φύλλον που γυρίζω (Ευγέν. Πρόλ. 60).
      • 8)
        • α) Αλλάζω:
          • (Πεντ. Αρ. XXXII 38
        • β) (προκ. για άνεμο) αλλάζω την κατεύθυνση:
          • εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό (Πεντ. Έξ. X 19
        • γ) (μεταφ.) κάνω κάπ. ν’ αλλάξει, μεταπείθω, μεταστρέφω:
          • (Φορτουν. Β´ 364
        • δ) κάνω κάπ. να αλλαξοπιστήσει:
          • (Χρονογρ. 236
        • ε) φρ. γυρίζω τον νουν, την βουλή κάπ. = μεταπείθω κάπ.:
          • (Ιμπ. 184), (Λεηλ. Παροικ. 115).
      • 9) Ανατρέπω, καταστρέφω:
        • εγύρισεν τα κάστρα ετούτα (Πεντ. Γέν. XIX 25).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Περιστρέφομαι:
          • η γης για σένα δε γυρίζει (Ερωφ. Α´ 607
        • β) φρ. γυρίζει ο κύκλος, ο τροχός = οι καιροί αλλάζουν, τα πράγματα μεταβάλλονται (βλ. και Α´1β):
          • (Ροδολ. Α´ 391), (Αλφ. (Μπουμπ.) I 5
        • γ) (προκ. να δηλωθεί το μήκος περιμέτρου τόπου ή χώρας):
          • γυρίζει γουν ο κύκλος του ουργυίας διακοσίας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 327).
      • 2) Περιοδεύω, γυρνώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι:
        • τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι (Ερωτόκρ. Α´ 685).
      • 3)
        • α) Στρέφομαι προς κάπ. κατεύθυνση:
          • η περιστέρα εγύρισεν τον κόρακα και λέγει (Πουλολ. 531
        • β) φρ. γυρίζω άνω κάτω = αναστρέφομαι, αναποδογυρίζομαι:
          • (Φορτουν. Β´ 423
        • γ) αποκλίνω:
          • ουδέν πρέπει να γυρίσουν δεξιά, ουδέ αριστερά (Ασσίζ. 2824
        • δ) μεταβάλλομαι, εξελίσσομαι, έρχομαι σε μια καινούργια κατάσταση:
          • Πώς εγυρίσαν οι χαρές σε θλίψη (Θυσ. 389
        • ε) μεταστρέφομαι, αλλάζω διαθέσεις:
          • εγύρισε όλος ο Μορέας με τους Βενετσάνους (Χρον. σουλτ. 11530
        • στ) φρ. γυρίζει η γνώμη, η καρδιά κάπ. = μεταπείθεται κάπ.:
          • (Παλαμήδ., Βοηβ. 438), (Πεντ. Έξ. XIV 5).
      • 4) Κάμπτομαι (βλ. και σγουρίζω):
        • (Λίβ. (Lamb.) N 458).
      • 5)
        • α) Επιστρέφω, επανέρχομαι:
          • οπίσω να γυρίσομεν και άλλην οδόν να ευρούμεν (Λίβ. N 2427
        • β) οπισθοχωρώ:
          • οι Αγαρηνοί γυρίζουν και νικούνται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5352).
      • 6) Αναβάλλω, μετανιώνω:
        • όντα βαλθώ να σου το πω, πάντα γυρίζω οπίσω (Θυσ. 134).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Στρέφομαι:
        • ουκ εγυρίσθη όπισθεν (Διγ. Gr. 1076
      • β) περιφέρομαι, κάνω το γύρο:
        • στο νησίν εγυρίζετον (Χρον. Τόκκων 524
      • γ) μεταβάλλομαι:
        • τα βόλια γυρισθήν έχουν (Γλυκά, Στ. 368).
    • 2) Αλλάζω γνώμη:
      • (Καλλίμ. 1847).
    • 3) Φρ. γυρίζομαι εις ύπνον = πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω:
      • (Λίβ. P 1835).
    • 4) (Προκ. για επάγγελμα) έχω πέραση:
      • αν γαρ ουκ εγυρίζετο ράψιμον εις τον κόσμον (Προδρ. III 161 χφ G κριτ. υπ).

[<ουσ. γύρος + κατάλ. ίζω. Η λ. τον 8. αι. (Lampe· βλ. και LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες