Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικωτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικωτός ο [jinekotós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός για άντρα με θηλυπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά.

[λόγ. < μσν. γυναικωτός < γυναί κ(α) -ωτός]

[Λεξικό Κριαρά]
γυναικωτός, επίθ.
  • Θηλυπρεπής:
    • άρπαγος και γυναικωτός (Συναδ. φ. 89r).

[<ουσ. γυναίκα + κατάλ. ωτός. Η λ. το 15. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες