Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικωνίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικωνίτης ο [jinekonítis] Ο10 : 1. το υπερώο των χριστιανικών ναών, χώρος προορισμένος αποκλειστικά για τις γυναίκες. 2. σε παλαιότερες κοινωνίες, χωριστό διαμέρισμα για τη διαμονή των γυναικών. || (ειρ.) τόπος όπου είναι συγκεντρωμένες μόνο γυναίκες.

[μσν. γυναικωνίτης < ελνστ. γυναικωνῖτις ἡ `μέρος του ναού΄ (μεταπλ. σε αρσ. κατά τη λ. χώρος με βάση την ελνστ. αιτ. γυναικωνῖτιν), αρχ. σημ.: `γυναικεία διαμερίσματα του σπιτιού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες