Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικομαστία η [jinekomastía] Ο25 : ανδρική πάθηση που χαρακτηρίζεται από διόγκωση των μαστών και οφείλεται συνήθ. σε ορμονική διαταραχή.
[λόγ. < νλατ. gynecomast(ia) < gyneco- = γυναικο- + μαστ(ός) -ia = -ία (πρβ. ελνστ. γυναικόμασθος `αυτός που έχει στήθη σαν γυναίκας΄)]