Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικολογικός -ή -ό [jinekolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γυναικολογία ή με το γυναικολόγο: Γυναικολογική εξέταση. Γυναικολογικές παθήσεις. Γυναικολογική κλινική. Έχει προβλήματα γυναικολογικής φύσεως. Γυναικολογική Εταιρεία, που την αποτελούν γυναικολόγοι.
[λόγ. < γαλλ. gynécologique < gynécolog(ie) = γυναικολογ(ία) -ique = -ικός]