Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικοκρατία η [jinekokratía] Ο25α : υπεροχή των γυναικών, ιδίως αριθμητική, σε κάποιο χώρο, ομάδα. ANT ανδροκρατία: Στην εκπαίδευση υπάρχει ~. || έθιμο κατά το οποίο για μια μέρα γίνεται αντιστροφή ρόλων στις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
[λόγ. < αρχ. γυναικοκρατία `πολιτική κυριαρχία των γυναικών΄ & σημδ. αγγλ. gynecocracy < αρχ. γυναικοκρατία]