Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γυναικείος, επίθ.· γυναίκειος.
-
- 1) Που ανήκει, που προορίζεται για γυναίκα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [111]).
- 2) Που ταιριάζει σε γυναίκα:
- (Θησ. ΙΒ´ [167]).
- Το ουδ. εν. ως ουσ. = γυναικωνίτης:
- (Hagia Sophia ω 51412 κριτ. υπ).
- Το ουδ. πληθ. ως ουσ. =
- 1) Έμμηνα:
- (Σταφ., Ιατροσ. 5140).
- 2) Γυναικείο φόρεμα:
- εποίησεν τον φρόνιμον … να φορέσει γυναίκεια (Συναξ. γυν. 336).
- 1) Έμμηνα:
[αρχ. επίθ. γυναικείος. Ο τ. τον 9. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει, που προορίζεται για γυναίκα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναίκειος -α -ο [jinékios] Ε6 : (λαϊκότρ.) γυναικείος.
[μσν. γυναίκειος < γυναικ(εῖος) -ειος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικείος -α -ο [jinekíos] Ε4 : α. που έχει σχέση με τη γυναίκα, που τη χαρακτηρίζει, της ανήκει ή της ταιριάζει. ANT αντρικός: Γυναικεία ρούχα / παπούτσια. Tο γυναικείο φύλο / σώμα. Γυναικεία κομψότητα / χάρη. Γυναικεία μόδα. Γυναικείες κουβέντες. Γυναικεία ευαισθησία. Tα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λίγο γυναικεία. Έχει γυναικεία φωνή. Γυναικεία επαγγέλματα, που τα ασκούν συνήθ. γυναίκες. || (ως ουσ.) τα γυναικεία, τα γυναικεία ρούχα: Kατάστημα που πουλάει μόνο γυναικεία. β. που αποτελείται από γυναίκες: Ο ~ πληθυσμός. Mια γυναικεία συντροφιά. Γυναικείες οργανώσεις. Γυναικείες φυλακές, που προορίζονται για γυναίκες. Γυναικείο μοναστήρι, μόνο για γυναίκες.
γυναικεία ΕΠIΡΡ: Ήρθε ντυμένος ~. [λόγ. < αρχ. γυναικεῖος]