Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γυναικαδέλφη η· γυναικαδελφή.
-
- Η αδελφή της συζύγου, κουνιάδα:
- (Θησ. Πρόλ. [170]).
[μτγν.(;) ουσ. γυναικαδέλφη (DGE, L‑S Suppl.). Ο τ. και σήμ.]
- Η αδελφή της συζύγου, κουνιάδα: