Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γυναικάδελφος ο· γυναικαδελφός.
-
- Ο αδελφός της συζύγου, κουνιάδος:
- έχαιρε … μετά της ποθητής του και συν τοις γυναικάδελφοις (Διγ. Z 1224).
[<ουσ. γυνή + αδελφός. Ο τ. σε σχόλ. (DGE) και σήμ. Η λ. τον 4. αι. (DGE), στο Du Cange και σήμ.]
- Ο αδελφός της συζύγου, κουνιάδος: