Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυνή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυνή η [jiní] Ο : (λόγ.) γυναίκα, στη ΦΡ πυρ, ~ και θάλασσα*, και στις εκφράσεις ~ της απωλείας, ανήθικη γυναίκα. συν* γυναιξί και τέκνοις. (εκκλ.) η ~ ίνα φοβήται τον άνδρα, να δείχνει σεβασμό προς το σύζυγο.

[λόγ. < αρχ. γυνή]

[Λεξικό Κριαρά]
γυνή η· γεναίκα· γυναίκα.
  • 1) Γυναίκα:
    • (Διακρούσ. 9711).
  • 2) Σύζυγος:
    • ου θέλει η γυναίκα μου γυρίν την Πασχαλίαν …; (Προδρ. II 47
    • φρ.
      • (1) επαίρνω ή λαμβάνομαι εις γυναίκα, λαμβάνω γυναίκα = παίρνω για σύζυγο, νυμφεύομαι:
        • (Σφρ., Χρον. 3621), (Διγ. Z 52), (Συναδ. φ. 36r
      • (2) στέλνω ή πέμπω κάποια εις γυναίκα(ν) = στέλνω κάποια για σύζυγο σε κάπ.:
        • (Χρον. Μορ. H 6319), (Σφρ., Χρον. 15024).

[αρχ. ουσ. γυνή. Ο τ. γεναίκα τον 5.-6. αι. (πβ. ΙΛ, λ. γυναίκα). Ο τ. γυναίκα στο LBG, στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες