Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυμνώνω [jimnóno] -ομαι Ρ1 : 1. αφαιρώ τα ρούχα από κπ.: Γύμνωσε το παιδί, για να του κάνει μπάνιο. Γυμνώθηκε από τη μέση και πάνω. Ξαφνικά γυμνώθηκε μπροστά τους. 2. (μτφ.) α. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη: Οι αντίπαλοι γύμνωσαν τα ξίφη τους. β. Tα δέντρα γυμνώθηκαν από τα φύλλα τους. γ. ~ ένα καλώδιο, αφαιρώ το προστατευτικό περίβλημα και αποκαλύπτω το σύρμα. δ. κλέβω, ληστεύω: Οι διαρρήκτες μού γύμνωσαν το σπίτι.
[μσν. γυμνώνω < αρχ. γυμν(ῶ) -ώνω (1γ: λόγ. σημδ. αγγλ. strip)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυμνώνω· μτχ. εγυμνωμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Αφαιρώ το ένδυμα κάπ., γδύνω:
- ένας αφέντης … απ’ έναν δουλευτή του να γυμνωθεί (Ιστ. Βλαχ. 1062)·
- β) (μεταφ. προκ. για ξίφος ή σπαθί) ανασπώ από τη θήκη:
- (Φλώρ. 682, 1705).
- α) Αφαιρώ το ένδυμα κάπ., γδύνω:
- 2) Αφαιρώ από κάπ. κ.:
- όσους … θανατώνουν, έπειτα τους γυμνώνουσιν (Διγ. O 1415).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Αφαιρώ τα ενδύματά μου, γδύνομαι:
- Γυμνώσου … να δείξεις το κορμί σου (Πένθ. θαν. 449).
- 2) (Μεταφ.) αποβάλλω κ.:
- γυμνώσου … την ηδονήν (Φυσιολ. (Legr.) 439).
- 1) Αφαιρώ τα ενδύματά μου, γδύνομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γυμνός:
- (Αλεξ. 1911).
[<γυμνώ. Η λ. στο Meursius (‑ννειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.