Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυμνότητα η [jimnótita] Ο28 : η κατάσταση του γυμνού.
[λόγ. < ελνστ. γυμνότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυμνότητα η· γυμνότη.
-
- (Μεταφ.) ανεπάρκεια εφοδίων:
- έγινε δε τότε … πτωχεία και γυμνότητα εις τους πραγματευτάς (Ιστ. πατρ. 1751).
[μτγν. ουσ. γυμνότης. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ.) ανεπάρκεια εφοδίων: