Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνοσάλιαγκας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνοσάλιαγκας ο [jimnosálaŋgas] Ο5 : είδος σαλιγκαριού χωρίς όστρα κο.

[γυμνο- + σάλιαγκας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες