Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμναστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμναστήριο το [jimnastírio] Ο40 : ανοιχτός ή κλειστός χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για γυμναστικές ασκήσεις ή αθλοπαιδιές: Tρεις φορές τη βδομάδα πηγαίνει στο ~.

[λόγ. < ελνστ. γυμναστήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες