Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυμνασιάρχης ο [jimnasiárxis] Ο10 λόγ. κλητ. και γυμνασιάρχα θηλ. γυμνασιάρχης [jimnasiárxis] : βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, διευθυντής γυμνασίου: Ο ~ μας είναι πολύ αυστηρός. Tο γραφείο του γυμνασιάρχη είναι στον πρώτο όροφο.
[λόγ. γυμνά σι(ον) + -άρχης (πρβ. αρχ. γυμνασιάρχης `που επιβλέπει τη γυμναστική άσκηση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]